Ὁ χρόνος

Ἕνα κεντρικό σημεῖο τῆς τελετῆς τῆς βασιλόπιττας εἶναι ἡ ἀναφορά στόν χρόνο, ἀκριβῶς γιατί συνδέεται καί μέ τήν ἀρχή τοῦ νέου ἡμερολογιακοῦ ἔτους καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά εὐλογήση τήν νέα χρονιά. Ἡ εὐχή ἀρχίζει μέ τήν φράση: «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ καιρούς καί χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος καί τήν ζωήν ἡμῶν εἰς χεῖρας σου διακρατῶν, ἐπάκουσον ἡμῶν δεομένων σου ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρᾳ ταύτῃ, ἐπί τῇ εἰσόδῳ ἡμῶν εἰς τόν νέον ἐνιαυτόν τῆς χρηστότητός σου...» καί τελειώνει μέ τήν φράση: «εὐλόγησον τάς εἰσόδους καί ἐξόδους ἡμῶν, πλήθυνον ἐν ἀγαθοῖς τήν ζωήν ἡμῶν καί κατεύθυνον τά διαβήματα ἡμῶν πρός ἐργασίαν τῶν θείων σου ἐντολῶν, ὅτι οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος».

Ἐδῶ λέγεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος τοῦ χρόνου, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία Του βρίσκεται ὁ χρόνος, Αὐτός κρατᾶ στά χέρια Του τήν ζωή μας καί Τόν παρακαλοῦμε νά εὐλογήση καί τήν εἴσοδο καί τήν ἔξοδο ἀπό τόν χρόνο αὐτό.

Ἕνα μεγάλο ἐρώτημα τό ὁποῖο ἀπασχόλησε φιλοσόφους, θεολόγους καί ἐπιστήμονες εἶναι τό θέμα τοῦ χρόνου, τί τελικά εἶναι ὁ χρόνος. Καθένας ἔδωσε διαφορετικές ἀπαντήσεις. Γιά παράδειγμα, ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε ὅτι ὁ χρόνος εἶναι ἀριθμός κινήσεων, δηλαδή οἱ κινήσεις τῶν ἀστέρων. Στήν περίπτωσή μας ἡ κίνηση τῆς γῆς γύρω ἀπό τόν ἑαυτό της δημιουργεῖ τήν ἡμέρα καί τήν νύκτα καί κατ’ ἐπέκταση τίς ἑβδομάδες, τούς μῆνες καί τά ἔτη. Αὐτή ἡ θεωρία σήμερα ἀπό πλευρᾶς ἐπιστημονικῆς εἶναι ξεπερασμένη, ἀφοῦ γίνεται λόγος γιά τόν χωρόχρονο, ὅτι ὁ χῶρος συνδέεται στενά μέ τόν χρόνο.

   

Εἶναι ἐκπληκτικό ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, πού ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. δηλαδή πρίν 17 αἰῶνες, ἔδωσε ἕναν ὁρισμό περί τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος εἶναι διαφορετικός ἀπό τοῦ Ἀριστοτέλη, ἀλλά συντονίζεται μέ τήν σύγχρονη ἐπιστημονική ἄποψη περί τοῦ χρόνου. Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «χρόνος δέ ἐστι τό συμπαρεκτεινόμενον τῇ συστάσει τοῦ κόσμου διάστημα· ᾧ πᾶσα παραμετρεῖται κίνησις, εἴτε ἀστέρων, εἴτε ζώων, εἴτε οὑτινοσοῦν τῶν κινουμένων...», δηλαδή ὁ χρόνος εἶναι τό διάστημα πού συμπαρεκτείνεται στούς αἰῶνες μαζί μέ τήν σύσταση τοῦ κόσμου[1]. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός, ὅταν δημιούργησε τόν κόσμο, συγχρόνως δημιούργησε καί τόν χρόνο, δηλαδή ὁ χρόνος συνδέεται πάρα πολύ στενά μέ τόν κόσμο καί δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ ἀριθμός τῶν κινήσεων.

Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη ἔχει ἀσχοληθῆ μέ τό θέμα αὐτό καί ἔχει ὑποστηρίξει ὅτι ὁ χρόνος βρίσκεται καί μέσα στόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα πολυχρονικό ὄν καί ὑπάρχουν διάφορα εἴδη χρόνου μέσα στόν βιολογικό του ὀργανισμό.

Κατ’ ἀρχάς μέσα στόν ἄνθρωπο ὑπάρχει τό λεγόμενο βιολογικό ρολόι καί μάλιστα ἔχουν ἀνακαλυφθῆ δώδεκα γονίδια –ρολόγια– τά ὁποῖα παίζουν ρόλο στήν ρύθμιση τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτοῦ ρολογιοῦ. Στούς ἀνθρώπους δέν ὑπάρχει ἕνα βιολογικό ρολόι, ἀλλ’ ἐπιμέρους χρονόμετρα, τά ὁποῖα εἶναι διάσπαρτα σέ διάφορα σημεῖα τοῦ σώματος, ἀκόμη καί στό ἐπίπεδο τῶν κυττάρων, τά ὁποῖα χρονόμετρα συντονίζονται ἀπό ἕνα κύριο ρολόι πού βρίσκεται στόν ὑποθάλαμο τοῦ ἐγκεφάλου[2].

Τό βιολογικό ρολόι εἶναι ἐκεῖνο πού καθορίζει τόν ρυθμό τοῦ ὕπνου καί τῆς ἐγρηγόρσεως, καθώς ἐπίσης καί τήν θερμοκρασία τοῦ σώματος. Μέσα στόν ὀργανισμό μας ὑπάρχουν πολλά χρονόμετρα, τά ὁποῖα ἔχουν τόν δικό τους ρυθμό. Γιά παράδειγμα ἄλλος εἶναι ὁ χρόνος τῆς λειτουργίας τῆς καρδιᾶς, ἄλλος ὁ χρόνος τῆς λειτουργίας τῆς ἀναπνοῆς, ἄλλος εἶναι ὁ χρόνος τῶν διαφόρων ὀργάνων τοῦ σώματος καί ὅλα αὐτά συντονίζονται ἀπό τό βιολογικό ρολόι. Ἐπίσης, ἄλλος εἶναι ὁ χρόνος τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ἄλλος τῆς ἐφηβικῆς καί τῆς ὥριμης ἡλικίας. Ἐπίσης ὑπάρχει καί ὁ χρόνος τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν εἴμαστε χαρούμενοι, ὁ χρόνος συστέλλεται, δηλαδή περνᾶ πολύ σύντομα, καί ὅταν εἴμαστε λυπημένοι ὁ χρόνος διαστέλλεται, δηλαδή περνᾶ πολύ ἀργά. Ἐπίσης, ἄλλος εἶναι ὁ χρόνος τῆς προσμονῆς ἑνός γεγονότος, πού δέν περνᾶνε οἱ ὧρες, καί ἄλλος ὁ χρόνος μιᾶς ἐμπειρίας πού πέρασε καί ἄφησε βαριά τήν πίεσή της στόν σωματικό μας ὀργανισμό. «Γιά ὅσους ἀνυπομονοῦν καί βιάζονται ὁ χρόνος εἶναι μακρύς. Γιά ὅσους ἀγωνιοῦν καί ὑποφέρουν ὁ χρόνος ὄχι μόνον εἶναι μακρύς, ἀλλά καί ἐπώδυνος. Γιά ὅσους ἀγαποῦν καί δημιουργοῦν ὁ χρόνος εἶναι ταχύς»[3].

Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα πολυχρονικό ὄν καί, ἐπειδή προσπαθεῖ νά ρυθμίση καί νά συντονίση ὅλες αὐτές τίς μορφές τοῦ χρόνου καί πολλές φορές δέν τά καταφέρνει, ἀφοῦ προσπαθεῖ νά ἐπιτύχη πολλά πράγματα μέσα στά στενά ὅρια τοῦ βιολογικοῦ καί νυχθήμερου χρόνου, γι’ αὐτό καί βασανίζεται. Αἰσθάνεται τόν χρόνο σάν κάποιο βασανιστή πού τόν τυραννεῖ. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζευγμένος στόν διπλό ζυγό τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου.

Μελετώντας τό θέμα τοῦ χρόνου μποροῦμε νά κάνουμε λόγο καί γιά τήν ρύπανση τοῦ χρόνου, ὅπως ὑπάρχει ἡ ρύπανση τοῦ χώρου. Ἔτσι, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν μολύνει μόνον τόν χῶρο, ἀλλά καί τόν χρόνο. Ὁ γάλλος κοινωνιολόγος Γρασσέ ἔγραψε: «θόρυβοι, εἰκόνες ἀλλεπάλληλλες, βία ἀτελείωτη, ἀχαλίνωτος ἐρωτισμός, μέ τέτοια ταΐζεται κάθε μέρα ὁ ἄνθρωπος... μιά ἀφηνιασμένη προπαγάνδα κατάλληλη γιά πλύση ἐγκεφάλου ἀφαιρεῖ ἀπό τόν ταλαίπωρο Δυτικό ἄνθρωπο καί τό τελευταῖο λεπτό περισυλλογῆς»[4].

Ὁ λογοτέχνης καί ἁγιογράφος Φώτης Κόντογλου ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού ἀξιοποίησε τόν χρόνο τῆς ζωῆς του καί ἄφησε ἕνα ὑπέροχο ἔργο. Ὁ λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης ἐπισκέφθηκε τόν Κόντογλου στόν Μυστρά, ὅταν αὐτός ἔκανε συντήρηση τῶν τοιχογραφιῶν στήν Περίβλεπτο. Ἔγραψε τίς ἐντυπώσεις του σέ ἄρθρο μέ τίτλο «Θνητοί καί ἀθάνατοι» καί μέ πολύ κολακευτικά λόγια γιά αὐτόν ἔλεγε:

  

«Ψηλὰ στὸν τρισχαριτωμένο ναὸ τῆς Περιβλέπτου, ἀνάμεσα ἀπὸ ἀβέβαιες ἐπικίνδυνες σκαλωσιές, ἀνάερα κρεμασμένος σὰν πολυέλαιος τῆς ἐκκλησιᾶς, μὲ τὴν ἄσπρη ἐργατικὴ μπλούζα του, μὲ τὴν παλέτα καὶ τὸ πινέλο στὰ χέρια, στρογγυλοπρόσωπος κι ἐκστατικός, πρόβαλε καλωσορίζοντάς με ὁ Κόντογλου. Ποτὲ δὲν εἶδα αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ σκιρτήσει ἡ καρδιά μου. Στὸ δρόμο περνώντας, βλέπεις χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ λές: νεκροταφεῖο κινούμενο εἶναι ὁ δρόμος. Ὅλοι τοῦτοι πέθαναν ἢ θὰ πεθάνουν. Σὰν τὰ πρόβατα, σὰν τὶς ὄρνιθες, καταχτυποῦν μιὰ στιγμὴ τὶς σκόνες καὶ τὰ πεζοδρόμια κι ὕστερα θὰ χαθοῦν, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν ποτέ τους. Καὶ ξάφνου βλέπεις ἕναν καὶ τινάζεσαι χαρούμενος. Λές: τοῦτος δὲν θὰ πεθάνει. Τοῦτος ἔχει ψυχή, πιάνει τὴν ὕλη καὶ τὴν κάνει πνεῦμα, τοῦ δόθηκε μιὰ στάλα ἐφήμερη ζωὴ καὶ τὴν κάνει ἀθανασία… τὰ μάτια του λάμπουν κι εἶναι τὰ χέρια του γεμάτα ἀνυπομονησία καὶ δύναμη. Κι ὅταν τὸν παρασφίξει ἡ πίκρα, ἀρχινάει καὶ ψέλνει ἕνα τροπάρι: «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια…» ἢ «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία…». Κι ἡ πίκρα ξορκίζεται κι ἡ γῆς μετατοπίζεται κι ὁ Κόντογλου, μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά του, μὲ τὰ μεγάλα του μάτια μπαίνει ὁλάκερος στὸν παράδεισο»[5].

Ἀξίζει νά δοῦμε τί ἔγραψε ὁ Φώτης Κόντογλου γιά τόν χρόνο.

Στήν ἀρχή ἀναφέρεται στήν δύναμη τοῦ χρόνου πού τήν αἰσθανόμαστε πάνω μας μέ τίς ἀρρώστιες καί τά γηρατειά.

«Ἡ πιό φοβερή καί ἡ πιό ἀνεξιχνίαστη δύναμη στόν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλά καλά τί εἶναι αὐτή ἡ δύναμη δέν τό ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νά τήν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τό μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἄς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικός αὐτός ὁ Χρόνος. Τόν ἴδιον τόν Χρόνο δέ μποροῦμε νά τόν καταλάβουμε τί εἶναι, ἀλλά τόν νοιώθουμε μοναχά ἀπό τήν ἐνέργεια πού κάνει, ἀπό τά σημάδια πού ἀφήνει ἀπάνω στήν πλάση. Ἡ μυστηριώδης πνοή του ὅλα τ’ ἀλλάζει».

Στήν συνέχεια, προσωποποιεῖ τόν χρόνο, ἀναφέρεται στήν διπλῆ του δράση, ἀφοῦ ὁ χρόνος μᾶς προσφέρει τήν χαρά καί τήν πίκρα, μέ τό ἕνα χέρι μᾶς δίνει τό ποτήρι γεμάτο γλυκό κρασί καί μέ τό ἄλλο χέρι μᾶς δίνει τό ποτήρι γεμάτο φαρμάκι. Γράφει:

«Ἄν λείψει ὁ Χρόνος, θά λείψουνε ὅλα τά πάντα. Αὐτός τά γεννᾶ, κι αὐτός πάλι τά λυώνει, τά κάνει θρύψαλα τά ἐξαφανίζει. Γι’ αὐτό οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λέγανε στήν Μυθολογία τους πώς ὁ Κρόνος, δηλαδή ὁ Χρόνος, ἔτρωγε τά παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορά καί θάνατος εἶναι τ’ ἀκατάπαυστα ἔργα του. Ἐνῶ βρίσκεται γύρω μας, ἀπάνω μας, μέσα μας, δέν τόν νοιώθουμε ὁλότελα, αὐτόν τόν ἀκατανόητον ἄρχοντά μας, αὐτόν πού εἶναι φίλος κ’ ἐχθρός μας, γιατί αὐτός μᾶς φέρνει ὅλα τά καλά πού μᾶς χαροποιοῦνε κι ὅλα πού μᾶς πικραίνουνε. Μᾶς δίνει τήν γέννηση, τή γλυκειά λέξη τῆς ζωῆς, τή χαρά τῆς νιότης, τή δύναμη τῆς ἀντρείας, μᾶς δωρίζει παιδιά, ἐγγόνια, ἔργα λαμπρά πού μᾶς ξεγελοῦνε, κάθε λογῆς εὐχαρίστηση κι ἀνάπαψη. Καί πάλι, ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τίς στενοχώριες, τίς θλίψεις, τούς πόνους, τίς ἀρρώστιες, τό ἀπίστευτο ἄλλαγμα καί χάλασμα τοῦ κορμιοῦ μας καί τῶν ἔργων, πού κοπιάσαμε νά κάνουμε, καί στό τέλος μᾶς ποτίζει φαρμάκι ἀπό τό ἴδιο ποτήρι πού μᾶς πότισε τό γλυκό κρασί τῆς χαρᾶς, δίνοντάς μας τόν θάνατο, σ’ ἐμᾶς καί στούς δικούς μας.

Ὤ! Ποιός θά πιάση αὐτόν τόν κλέφτη, πού μέρα-νύχτα, χειμῶνα - καλοκαίρι, τήν ὥρα πού εἴμαστε ξυπνητοί, ἀδιάκοπα, χωρίς νά σταματήσει μήτε ὅσο ἀνοιγοκλείνει τό μάτι μας, τριγυρίζει παντοῦ, ὁλόγυρά μας, μέσα μας, στό φῶς καί στό σκοτάδι, μπαίνει σέ κάθε μέρος, στόν οὐρανό πού γυρίζουνε τ’ ἄστρα καί στά καταχθόνια, σέ κάθε στεριά καί σέ θάλασσα, σέ κάθε τρύπα, σέ κάθε ζωντανό κι ἄψυχο, σέ κάθε ἁρμό τοῦ βράχου, σέ κάθε καρδιά, κι ὅλα τά παλιώνει, τά τρίβει σάν τή μυλόπετρα, τά κάνει σκόνη· καί πάλι ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ ἴδιος φτιάνει κάθε λογῆς κτίσμα καί πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τι πού ὑπάρχει σέ τοῦτον τόν κόσμο!

Ὅπως λοιπόν ὅλα τά πάντα, ἔτσι κ’ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε μπαίγνια στά χέρια αὐτοῦ τοῦ ἀκαταμάχητου γίγαντα, πού εἶναι μαζί εὐεργέτης μας καί τύραννός μας. Καί δεχόμαστε τό ποτήρι πού μᾶς κερνᾶ μέ τό ’να χέρι του καί πού ’ναι γεμᾶτο γλυκό κρασί, καί πίνουμε, καί τ’ ἄλλο τό ποτήρι πού κρατᾶ στ’ ἄλλο χέρι του καί πού ἔχει μέσα τό πικρό φαρμάκι. Τί εἶναι λοιπόν αὐτό τό σκληρό παιχνίδι πού παίζει μ’ ἐμᾶς αὐτό τό τέρας, πού δέν ἔχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἔχουνε ὅσα πλάσματα γεννᾶ καί σκοτώνει, καί πού τό παίζει δίχως μήτε νά γελᾶ, μήτε νά κλαίει, ἀδιάφορος κι ἀνέκφραστος, κρύος σάν φάντασμα, αὐτός ὁ ἴδιος πού ἀνάβει τή φλόγα τῆς ζωῆς;».

Δυστυχῶς, αὐτόν τόν κλέφτη, τόν ἀκαταμάχητο γίγαντα, αὐτό τό τέρας πού παίζει μαζί μας, αὐτήν τήν μυλόπετρα πού ὅλα τά ἀλέθει, τόν γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά. Γράφει ὁ Κόντογλου:

«Ἀλλοίμονο! Αὐτή τήν ἄσπλαχνη μυλόπετρα πού τ’ ἀλέθει ὅλα στόν κόσμο, τή γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, καί τή φχαριστοῦμε γιά ὅσα μᾶς ἔκανε πρίν, καί γιά ὅσα θά μᾶς κάνει ὕστερα, γιά τά πολλά κακά πού θά πάθουμε ἀπ’ αὐτή, κοντά στά λίγα καλά πού θά μᾶς φέρει καί πού θά μᾶς πάρει βιαστικά. Ἐμεῖς εἴμαστε σάν τούς δυστυχισμένους κατάδικους πού καλοπιάνουνε τόν δήμιό τους, σάν τούς μονομάχους τῆς Ρώμης πού χαιρετούσανε τόν Καίσαρα, πρίν νά σφάξει ὁ ἕνας τόν ἄλλον, κράζοντάς του: Χαῖρε ὦ Καῖσαρ, οἱ μελλοθάνατοι σέ χαιρετοῦνε! Ἔτσι, κι ἐμεῖς χαιρετᾶμε τόν καινούργιο Χρόνο πού θά μᾶς πάει πιό κοντά στό στόμα του γιά νά μᾶς φάγει, καί χοροπηδᾶμε καί τραγουδᾶμε οἱ δύστυχοι, σάν τά σαλιγκάρια τοῦ Αἰσώπου, τήν ὥρα πού ψηνόντανε».

Βέβαια, ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τοῦ χρόνου καί Αὐτός μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν κυριαρχία του. Γράφει ὁ Φώτης Κόντογλου.

«Μόνο μιά ἐλπίδα ὑπάρχει γι’ αὐτόν, νά γλυτώσει ἀπό τή φθορά: ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνος πού πάτησε τόν θάνατο καί πού εἶπε: ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ κἄν ἀποθάνῃ, ζήζεται. Ἐγώ εἰμι ὀ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα!»[6].

  

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔκανε διάκριση μεταξύ τοῦ χρόνου, τοῦ αἰωνίου καί τοῦ ἀϊδίου. Στόν χρόνο ζῆ κάθε κτιστή ὕπαρξη, ὅσο ζῆ τήν βιολογική της ζωή. Τό αἰώνιο εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως, στό ὁποῖο ζοῦν οἱ ἅγιοι καί οἱ ἄγγελοι. Καί τό ἀΐδιο εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔζησε σέ μιά χρονική περίοδο μεταξύ 330-379 μ.Χ. διέγραψε μιά ἐξαίρετη πορεία, ἀξιοποίησε στό ἔπακρο τόν χρόνο τῆς ζωῆς του καίτοι ἔζησε μόλις 49 ἔτη καί τώρα ζῆ στό αἰώνιο. Ἔδωσε τά πάντα στόν Θεό, πού εἶναι ὁ κύριος τοῦ χρόνου, καί ἀπολαμβάνει τήν αἰώνια ζωή ἐν κοινωνίᾳ μέ τόν Θεό. Αὐτό δείχνει ὅτι καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀξιοποιοῦμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας, δείχνοντας τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἄνθρωπο, ἰδίως μάλιστα στήν ἐποχή αὐτή πού εἶναι τόσο πολύ κρίσιμη.

Αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά ἀναλύσω αὐτήν τήν ἐκδήλωση καί τήν ἀκολουθία, γιατί πρέπει νά νοηματοδοτοῦμε ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς μας. Θά πρέπει νά ξεφεύγουμε ἀπό τήν ἐπιφάνεια καί νά εἰσερχόμεθα στό βάθος τῶν γεγονότων, τῶν πραγμάτων καί κυρίως νά δίνουμε πνευματική ἑρμηνεία σέ ὅλα τά θέματα τῆς ζωῆς μας. Ἄλλωστε, ὅλα τά πράγματα τοῦ βίου στήν οὐσία εἶναι ἀνόητα, δηλαδή αὐτά καθ’ ἑαυτά δέν ἔχουν νόημα, ἀλλά ἐμεῖς δίνουμε σέ αὐτά νόημα εἴτε θετικό εἴτε ἀρνητικό. 

 

[1]Μεγάλου Βασιλείου, Ἔργα, τόμ. 10, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 108

[2]Λαλίνας Φαφούτη, Ἐφημ. Τό Βῆμα, 7-11-2010

[3]Χαράλαμπου Μπαμπίλη, Ἐφημ. Ἑστία, 31-12-2011

[4]Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, Παρεμβάσεις στήν σύγχρονη κοινωνία, τόμ. β΄, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου - Πελαγίας, 1994, σελ. 164-165

[5]Νίκου Καζαντζάκη, Θνητοί καί ἀθάνατοι βλ. εἰς Ἔφης Μαυρομιχάλη, Φώτης Κόντογλου: Ὁ ζωγράφος τῆς πονεμένης Ρωμηοσύνης, ἐφημ. Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση, τεῦχ. 169, Αὔγ.-Σεπτ. 2010

[6]Περιοδικό Ἐφημέριος, Ἰαν. 2000, σελ. 39-40

 ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ




Προφίλ

Οἱ ἐκδόσεις τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ἀπό τό 1982 ἐκδίδουν καί διακινοῦν σέ ὅλο τόν κόσμο τά βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας τῆς ἀδελφότητος.

Μάθετε περισσότερα...

banks
Login-iconLogin
active³ 5.5 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης