
Ἔτσι, λοιπόν, ὑπάρχει ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα, δηλαδή ἡ Ἐνορία καί τό Μοναστήρι, μέσα στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία καί ἀποβάλλει τήν φιλαυτία, πού συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν μισοθεΐα καί τήν μισανθρωπία. Αὐτό εἶναι ἑνα βασικό σημεῖο τῆς ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας.
Καί ὅταν κανείς βρίσκη κάποιον ὀρθόδοξο θεραπευτή καί θεραπεύεται, αὐτό γίνεται στόν βαθμό πού ὁ ὀρθόδοξος θεραπευτής ἐργάζεται ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ θεραπεία συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν μυστηριακή καί λειτουργική ζωή στήν κοινότητα. Ἄλλωστε, ἔξω ἀπό τά Mυστήρια, καί ἰδίως τήν θεία Εὐχαριστία, καί αὐτή ἀκόμη ἡ ἀσκητική δέν εἶναι ὀρθόδοξη. Ὁ ὀρθόδοξος ἡσυχασμός ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν οὐσιαστική μετοχή τῆς μυστηριακῆς ζωῆς, καί ὅσο κανείς μετέχει τῶν Mυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τόσο καί ἀναπτύσσεται μέσα του ἐντονώτερη ἡ ἡσυχαστική ζωή.
Πολλά μπορεῖ κανείς νά ὑπογραμμίση στό σημεῖο αὐτό γιά τήν ἀξία τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος στήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, θά ἀρκεσθῶ, ὅμως, στόν τονισμό μερικῶν σημείων πού εἶναι ἐνδιαφέροντα.
Τό δεύτερο εἶναι ὅτι τόσο ἡ ἁμαρτία ὅσο καί ἡ ἀσθένεια ἔγιναν μιά παγκόσμια πραγματικότητα πού δέν μπορεῖ πιά νά τά ἅρη ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Καί αὐτό συμβαίνει γιατί μέ τήν ἁμαρτία εἰσῆλθε μέσα στόν ἄνθρωπο ὁ θάνατος πού εἶναι κάτι τό φοβερό γιά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Γι᾽ αὐτό μετά τήν πτώση ὅλοι πεθαίνουν, ἁμαρτωλοί καί ἅγιοι.
Τό τρίτο εἶναι ὅτι ἡ τελική θεραπεία δέν ἐπιτυγχάνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἡ θνητότητα, ἡ φθορά καί ἡ νόσος κληρονομοῦνται μέ τήν βιολογική γέννηση. Ὁ μόνος ὑγιής εἶναι ὁ Χριστός, ὄχι μόνο γιατί εἶναι Θεός, ἀλλά γιατί ἕνωσε τήν θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ὑπόστασή Του καί νίκησε τόν θάνατο καί τήν φθορά. Γι᾽ αὐτό ὑγιής ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού συνδέεται μέ τόν Χριστό. Καμμιά θεραπεία δέν εἶναι ἀληθινή ἔξω ἀπό τόν Χριστό.
Τό τέταρτο εἶναι ὅτι ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου παίζει σπουδαῖο ρόλο στήν θεραπεία του. Ἀφοῦ διά τῆς προαιρέσεως πέρασε ἡ ἀσθένεια στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς ἀτρεψίας τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, καί ἑπομένως μέ τό φυσικό θέλημα πού θά κινῆται πρός τόν Θεό, αὐτεξουσίως θά θεραπευθῆ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθῆ μέ τόν Χριστό, τότε μπορεῖ νά θεραπευθῆ. Σέ αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά δοῦμε τήν ἀξία τῆς ἀσκήσεως, τῆς ἀπελευθερώσεως ἀπό τά πάθη, πού γίνεται μέ τήν συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
Ὅλο αὐτό τό ἔργο γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ πραγματική κοινωνία μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ φιλαυτία μετατρέπεται σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία.
Τελικά, μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος ἀποβάλλει ἤ ὑπερβαίνει τόν πόνο καί τόν θάνατο, πού εἶναι τά γενεσιουργά αἴτια ὅλων τῶν λεγομένων πνευματικῶν καί τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων. Ἐπίσης, μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀποκτᾶ τήν θέωση πού εἶναι ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.