
Ὅταν ἔλαβε τό χάρισμα τῆς θεολογίας καί ὁ ἠθικός λόγος μετατράπηκε σέ θεολογικό, ἀμέσως μετά ἐξύμνησε τόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη καί τήν Παναγία πού παρέμεινε στόν Ναό. Ἔγραψε δύο ὁμιλίες γιά τήν εἴσοδο τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου στά Ἅγια τῶν Ἁγίων καί γιά τόν θεοειδῆ βίο πού ἔζησε σέ αὐτά καί στίς ὁποῖες ὁμιλίες μέ θεολογικό καί ἡσυχαστικό τρόπο παρουσιάζει τήν πανύμνητη Μαρία, κατά τήν παραμονή της στόν Ναό ὡς πρότυπο ἡσυχαστοῦ καί ὡς πραγματική θεολόγο. Ἀπό τίς δύο αὐτές ὁμιλίες θά παρουσιασθοῦν στήν συνέχεια μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα.
Στήν καρδιά τῆς Μαρίας ἀπό τήν μικρή της ἡλικία ἀναπτύχθηκε σέ μεγάλο βαθμό ὁ θεῖος ἔρως καί μέ αὐτόν τόν ἔρωτα πορεύθηκε μέ ἀγαλλίαση στά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἑπομένως, δέν τήν προσήγαγαν ἁπλῶς οἱ γονεῖς της στόν Ναό, ἀλλά αὐτή ἡ ἴδια θέλησε νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό λόγῳ τοῦ θείου ἔρωτος πού ἀναπτύχθηκε μέσα της ἀπό τήν μικρή αὐτήν ἡλικία.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς περιγράφει τήν ὅλη σκηνή τῆς εἰσόδου τῆς Μαρίας στόν Ναό, στήν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν, ὅταν ἀποκόπηκε ἀπό τόν θηλασμό καί τήν δίαιτα στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας της. Φαινόταν ὅτι προχωροῦσε μέ εὐφροσύνη. Στά πρόθυρα τοῦ Ναοῦ παρευρίσκονταν εὐγενεῖς νεάνιδες πού κρατοῦσαν ἀναμμένες λαμπάδες. Ἡ μικρή Μαρία σεμνή καί χαρούμενη καί μέ τό κατάλληλο παράστημα, ἦθος καί φρόνημα, προχωροῦσε εὔτακτα διά μέσου τῶν παρόντων. Ὁ Ἀρχιερεύς πού ἐμφανίσθηκε τήν προϋπάντησε μέ τό ψαλμικό: «Ἄκουσον, θύγατερ, καί ἴδε, καί κλῖνον τό οὖς σου καί ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καί τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου, καί ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεύς τοῦ κάλλους σου» (Ψαλμ. μδ΄, 11-12). Ἀκούγοντας ἡ Παρθένος αὐτόν τόν λόγο ἐγκατέλειψε ὅλους ὅσοι ἦταν κοντά της καί χαρούμενη προχώρησε πρός τόν Ἱεράρχη μέ χάρη καί γλυκύτητα καί μέ τούς τρόπους αὐτούς ἐπιβεβαίωσε τήν ὁλοκληρωτική παράδοσή της στόν Θεό.
Ἡ Μαρία προσῆλθε στόν Ναό μέ αὐτοκέλευστη, ἐλεύθερη γνώμη. Αὐτό εἶδε καί ὁ Ἀρχιερεύς καί τήν ὁδήγησε στά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἐνῶ ἡ τριετής Μαρία προσερχόταν στόν Ναό, ἐννόησε τόν Θεό καί ἐνθουσιάσθηκε «καθάπερ αὐτοφυῶς ἐπτερωμένη πρός τόν ἱερόν καί θεῖον ἔρωτα». Ἡ πανάχραντη Μαρία ἔχοντας αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα ζητοῦσε τήν ἀληθινή νοερά ζωή πού εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό τήν κάτω ζωή, ποθώντας ὑπερφυῶς τόν Θεό «καί τήν ὑπερκόσμιον πρός τοῦτον ἕνωσιν». Αὐτός ὁ ἱερός καί θεῖος ἔρως προερχόταν ἀπό τήν καθαρότητα τῆς Μαρίας, ἀπό τήν ἀμόλυντη καί καθαρότατη παρθένο φύση.
Ἐδῶ μπορεῖ κανείς νά παρατηρήση δύο φράσεις οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν τήν ἀφιέρωση τῆς Παναγίας, ἀλλά καί κάθε ἀνθρώπου στόν Θεό.
Ἡ μία φράση εἶναι ἡ «αὐτοκέλευστος γνώμη» πού δηλώνει τήν ἐλεύθερη γνώμη, τήν ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ἄλλη ἐξάρτηση, ἀκόμη καί ἀπό αὐτήν τήν μικρή ἡλικία. «Μᾶλλον δέ αὐτή πρόσεισιν αὐτοκελεύστῳ γνώμῃ». Κάνει ἐντύπωση αὐτή ἡ φράση, γιατί εἶναι μυστήριο πῶς μπορεῖ νά ἔχη αὐτοκέλευστη γνώμη ἕνα μικρό παιδί τριῶν ἐτῶν. Καί, ὅμως, ἡ καθαρότατη καρδιά της, πού ἐμπνεόταν ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τῆς ἔδωσε αὐτήν τήν ἐλευθερία. Ἄλλωστε, ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά πορεύεται αὐτεξουσίως πρός τόν Θεό, ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, ἀλλά ἡ προαίρεση ἀλλάζει αὐτήν τήν πορεία. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν φύση του πορεύεται πρός τόν Θεό, αὐτή ἡ πορεία εἶναι ἡ κατά φύση καί ὑπέρ φύση κατάστασή του.
Ἡ ἄλλη φράση εἶναι ὁ «θεῖος καί ἱερός ἔρως». Πρόκειται γιά τήν καθαρή ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, γιά τόν θεῖο πόθο πού φλέγει τήν καρδιά καί ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν κάνει νά ἀφιερώνη ὅλη τήν ζωή του στόν Θεό καί νά ζῆ μόνον γι’ Αὐτόν. Αὐτόν τόν τρόπο μᾶς ὑπέδειξε ἡ πανάχραντη Μαρία.
Αὐτές οἱ δύο φράσεις εἶναι οἱ ὀρθές προϋποθέσεις τῆς ἐσωτερικῆς ψυχικῆς καθαρότητος, τῆς πνευματικῆς παρθενίας, καί εἶναι οἱ δύο κινητήριες δυνάμεις τῆς ἀφιερώσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό. Ἡ ἀφιέρωση στόν Θεό, πού εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, συνδέεται στενά μέ τήν αὐτοκέλευστη γνώμη καί τόν ἱερό καί θεῖο ἔρωτα.
ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο ΟΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ
Δεῖτε ἐπίσης: Η ΘΕΟΠΑΙΣ ΜΑΡΙΑΜ ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ